Τσαρλς Μπουκόφσκι, μεταφράσεις του συναδέλφου Κώστα




Εν αρχή: ποιός είναι ο Τσαρλς Μπουκόβσκι; 

1.ΒΟΥΤΙΑ (Splash), ΑΠΟΔΡΑΣΗ (Escape)


2.ΣΤΟ ΔΙΑΟΛΟ ΚΑΙ ΠΙΣΩ ΜΕ ΕΝΑ ΚΑΡΟΤΣΑΚΙ


Αυτή ήταν μια κοινότυπη έκφραση τότε,

όμως δεν ήξερα τι

σήμαινε, καθώς στεκόμουν σε μια γωνιά στα μέσα του 30,

με ένα τσιγάρο να κρέμεται από το στόμα μου, όπως

οι σκληροί του σινεμά, αρπάζοντας λίγη μπύρα,

ήταν κάτι πολύ σπουδαίο, και μία στις τόσες

λίγο ουΐσκι, αλλά λεφτά δεν υπήρχαν πουθενά,

είτε για τους πατεράδεςείτε για τους γιους τους ή για οποιοδήποτε άλλον,κι όλοι

κάτι το παίζαμε, σκληρά αντράκια, τίποτα άλλο δε συνέβαινε,στεκόμασταν

εδώ κι εκεί, σφίγγοντας τα μπράτσα μας,κατεβαίνοντας

στην παραλία αραιά και που,αλλά οι κοπελιές το σκάγαν μαζί με τους

πλούσιους στα αυτοκίνητα τους,

-ακόμη και στις εποχές κρίσης υπήρχαν πλούσιοι-

παιδαρέλια που οδηγούσαν πειραγμένες καναρινί

κούρσες, που σταματούσαν στις γωνιές, που ανοίγαν τις πόρτες,

γελούσαν τρανταχτά, μπορούσα άνετα να δείρω κάθε ένα καθίκι από δαύτους, αλλά αυτό δε θα σήμαινε

τίποτα για τις κοπελιές,εκείνες χανόντουσαν με εκείνα τα πλουσιόπαιδα

με τα μαλλιά τους να ανεμίζουν προς τα πίσω, εκείνες ήταν άθλιες εποχές

για εμάς, να στεκόμαστε σε κάποιες γωνιές των δρόμων, τα

τσιγάρα μας να κρέμονται, χωρίς να υπάρχει λόγοςγια να είμαστε σκληροί,

χωρίς να υπάρχει έστω κάτι για να πολεμήσουμε,

και να είμαστε γεμάτοι μίσος για

τους πατεράδες μας, οι οποίοι είτε καθόντουσαν σε καρέκλες είτε διάβαζαν εφημερίδες

όλη την ημέρα, χωρίς να μπορούν να βρουν κάποια δουλειά, τα άντερα τους να έχουν κρεμαστεί

σε κοινή θέα, όπως και οι ζωές τους να έχουν κρεμαστεί σε κοινή θέα.

–στεγνές, νεκρές, άχρηστες.

 

γεύματα με φασόλια και κρέας κονσέρβας, κι όμωςνα που

μεγαλώσαμε,ξεπροβάλλοντας πόντο πόντο από τα παλιά μας ρούχα, αφήνοντας τα

σπίτια μας αργά το βράδυ για να σταθούμε κάτω από τα φανάρια των δρόμων ή

να καθίσουμε σε παγκάκια στο πάρκο ρουφώντας κρασί, μπύρα, τζιν,

κουβεντιάζοντας, καπνίζοντας, πηγαίνοντας στο διάολο και πίσω

με ένα καροτσάκι

 

ήμασταν σκληροί χωρίς κανένα λόγο να είμαστε σκληροί,

ήμασταν τα παιδιά του Μεγάλου Κραχ,

και δίναμε όρκους ότι δεν θα γινόμασταν ποτέ σαν τους πατεράδες μας

ή τους πατέρες των πατέρων μας.

θα ξεφεύγαμε από την αθλιότητα και την υποκρισία.

 

κάτι ξέραμε τότε,

κάτι ξέραμε τότε, ενώ καθόμασταν στα σκοτεινά

πίνοντας και καπνίζοντας.

ένα ήταν μονάχατο θέμα, ποιος από εμάς

θα έφτανε ως εκεί πρώτος.

 

οι άκρες των τσιγάρων μας να λαμπυρίζουν μέσα στο

σκοτάδι.

όσο πιο υπέροχοι μπορούσαμε να γίνουμε.

τα γέλια σαν μαχαίρια να κόβουν τον

σάπιο αέρα.

 

Λος Άντζελες, 1935

 

“to hell and back in a buggy carriage” by Charles Bukowski, Betting on the Muse


3.ΤΟ ΓΡΑΨΙΜΟ


συνήθως είναι το μόνο

πράγμα

μεταξύ εσού και του

ανεκπλήρωτου.

κανένα πιώμα,

κανένας γυναικείος έρωτας,

κανένας πλούτος,

δεν μπορεί

να συγκριθεί μαζί του.

 

τίποτα δεν μπορεί να σε

σώσει

εκτός από

το γράψιμο.

 

συγκρατεί τους τοίχους

από την

κατάρρευση

τις ορδές από

να πλησιάσουν

δίπλα σου.

 

διαλύει με μια έκρηξη το

σκοτάδι,

 

το γράψιμο είναι το

ύστατο,

ψυχοθεραπευτικό μέσο,

ο ευγενέστερος θεός

μεταξύ όλων των

θεών.

 

το γράψιμο καταδιώκει

τον θάνατο.

δεν γνωρίζει τη λέξη

παραίτηση.

 

και το γράψιμο

κοροϊδεύει

τον εαυτό του,

τον πόνο.

 

είναι η τελευταία

προσδοκία,

η τελευταία

ερμηνεία.

 

αυτό

ακριβώς

είναι.

 

WRITING

often it is the only

thing between you

and impossibility.

no drink,

no woman’s love,

no wealth

can match it.

 

nothing can save

you

except

writing.

 

it keeps the walls

from

falling.

the hordes from

closing

in.

 

it blasts the

darkness.

 

writing is the

ultimate

psychiatrist,

the kindliest

god of all the

gods.

 

writing stalks

death.

it knows

no quit

andwriting

laughs at itself,

at pain.

 

it is the last

expectation,

the last

explanation.

 

that’s

what it

is.

“Writing” by Charles Bukowski, Betting on the Muse


4. ΑΠΑΝΤΗΣΗ Σ’ ΕΝΑ ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΣΤΟ ΚΟΜΟ

η αξία του ήλιου είναι η τουλίπα που σαπίζει μαύρη,

κι ο άξιος πρίγκηπας γονατιστός

κι ένα αγόρι εκ γεννετής χωρίς μάτια

κι ένα γατάκι χωρίς ένα πουλί,

          τίποτα απολύτως παρά ένα κουβάρι,

και η αναμονή

          και πόρνες με βουτηγμένες καρδιές σε δηλητήριο,

και ηεξάντληση και το εξαντλημένο

και η ευδαιμονία και το φιλί της σύφιλης,

φέρε κάτω τα αμπέλια

τα μπουκάλιαμε σπασμένο πάτο,

          θα επιμείνω να λέω

χα χα χα στους γίγαντες,

τον γιγάντιο ήλιο,

είμαι ή όχι, ο γίγαντας. Ο ήλιος μας

απόψε,

          χωρίς ήλιο,

τα παπούτσια τους μόνα τους χωρίς εσένα μέσα τους

κι εγώ μονάχος να τηγανίζω μπριζόλες και να πίνω μπύρες

και να ακούω Βάγκνερ,

η αξία του ήλιου,

η αξία του ήλιου,

και δεν μου καίγεται καρφί, αν δεν επιστρέψεις ποτέ ξανά.

 

 

ANSWER TO A NOTE ON THE DRESSER

the price of the sun is the tulip rotting black

an the prince on his knees

and a boy born without eyes

and a kitten without a bird,

            nothing but twine

and waiting

and exhaust and exhaustion

and the bliss and the kiss of syphilis,

drag down the vines

the broken-foot bottles,

            I keep saying

hahaha the giants

the giant sun

am I, the giant. Our sun

tonight

            without sun

aour shoes alone without you in them

and I alone frying steaks and drinking beer

and listening to Wagner

the price of the sun,

the price of the sun,

and I don’t give a damn if you never come back.

 

“answer to a note on the dresser” by Charles Bukowski, Betting on the Muse


5. ΤΟΥΣ ΕΙΝΑΙ ΔΥΣΚΟΛΟ

κάποιοι ακαδημαϊκοι, προφεσόροι,

με βρίσκουν ωμό, άξεστο, προβλέψιμο,

επαναλαμβανόμενο και πορνογραφικό,

και συνήθως είμαι,

μερικές φορές το επιδιώκω

συνειδητά,

αλλά αυτό δεν θα έπρεπε να τους αποσχολεί

εκείνους,

εκείνοι έχουν τους φίλους τους, τους

συνοδοιπόρους του, τους ακόλουθους τους,

που γράφουν ποίηση

την οποία βρίσκουν εξαίσια.

αλλά ο λόγος που εξοργίζονται

μαζί μου

στους λίβελους κριτικής τους

είναι αυτό που βρίσκω

αλλόκοτο.

Λοιπόν, ούτε κι εμένα δεν μου αρέσουν οι

δουλειές τους,

τις βρίσκω άχρωμες,

εξεζητημένες, περίτεχνες,

κι έναν αιώνα πίσω από την

εποχή τους

όμως

δεν τους επιτίθομαι

με κριτικές,

απλώς σταματάω να τους διαβάζω,

και δεν τους απεχθάνομαι,

δεν με νοιάζει μήτε πόσα βιβλία

έχουν εκδόσει μήτε ποιος τους

διαβάζει και ποιος όχι

εκείνους.

αντιθέτως, εκείνοι ασχολούνται σοβαρά,

με την ύπαρξη μου

και τη μεγάλη αναγνωσιμότητα μου,

και μία ταραχή

στα όρια της υστερίας,

επειδή σε κάποια μέρη

με θεωρούν ως ένα

αυθεντικό συγγραφέα που

έχει κάποιο ρεύμα.

 

τείνω να το αγνοήσω αυτό, γιατί

δεν μπορούν να κάνουν το ίδιο κι εκείνοι;

 

εαν θέλουν τη θέση τους στην

ιστορία της λογοτεχνίας,

καλώς, μπορούν να την

έχουν,

δεν μου καίγεται καρφί.

 

το μόνο που θέλω να κάνω, είναι

τη δουλειά μου

που έτσι κι αλλιώς,

επιλέγω να την κάνω,

το μόνο που θέλω είναι ο επόμενος στίχος,

και ο στίχος μετά από

αυτόν.

 

αυτό που εκείνοι κάνουν, όποιοι κι αν

είναι, ότι κι αν θέλουν,

ότι κι λένε, ότι κι αν

γράφουν

δεν έχει κανένα ενδιαφέρον για μένα,

και, δυστυχώς για

εκείνους, κανένα ενδιαφέρον για την πλειοψηφία

μεταξύ των ζωντανών, πεθαμένων ή ακόμη

αγέννητων, οου

χου.

“it’s difficult for them” by Charles Bukowski, Betting on the Muse


6. Ο ΕΡΩΤΥΛΟΣ

σ’ εκείνο το διαμέρισμα στο ανατολικό Χόλιγουντ,

ήμουνα συνήθως με τα πιο καμμένα θηλυκά

της πόλης.

δεν μιλώ ως μισογύνης,

είχα κι άλλους που με ρωτούσαν:

«τι στο διάτανο κάνεις, επιτέλους;»

κάποιες τους ήταν τσούλες, αρπακτικά, καψούλια,

είχαν κορμιά, μαλλιά, μάτια, πόδια,

μέρη του σώματος,

και συνήθως μου φαινόταν

ότι καθόμουν με έναν καρχαρία ντυμένο

με φόρεμα, γόβες στιλέτο που κάπνιζε, έπινε,

και κατάπινε χάπια.

 

οι νύχτες λιώναν σε μέρες και οι

μέρες συνθλιβόντουσαν σε νύχτες,

καθώς φλυαρούσαμε κάπου κάπου,

ξαπλωμένοι στο κρεβάτι, λόγια δίχως νόημα,

 

εξαιτίας του ποτού, οι από πάνω μας,

οι από κάτω μας, -συχνά φανταζόμουν

πράγματα, λέγανε λοιπόν ότι αυτή ήταν

το χρυσό κορίτσι με τη χρυσή καρδιά

κι ο χρυσαφιένος δρόμος για την ανεμελιά,

τον έρωτα, και την ελπίδα.

 

στο θολό από καπνούς φως, τα μακρυά της μαλλιά

μου φαινόντουσαν πιο όμορφα, απ’ ότι ήταν, τα πόδια

πιο καλλίγραμμα, τα λόγια της όχι τόσο

στεγνά, τόσο χυδαία.

 

κοροϊδευόμουν μια χαρά, μέχρι

που έπιανα τον εαυτό μου να νομίζει ότι αγαπάει

μία από αυτές, τη χειρότερη απ’ όλες.

εννοώ, γιατί ρε διάολες να είμαι τόσο αρνητικός;

 

τα πίναμε, φτιαχνόμαστε, μέναμε

μαζί μέχρι το ηλιοβασίλεμα,

την ανατολή, παίζαμε Σκραμπλ για 8

ή δέκα ώρες χωρίς

ανάσα.

 

και κάθε φορά που πήγαινα για κατούρημα,

βουτούσε όσα λεφτά είχε ανάγκη,

είχε μάθει να επιβιώνει η

σκύλα.

 

μετά από ένα μαραθώνιο

52 ωρών, ασχέτως

όσων είχαμε κάνει

μου πέταξε: «ας πάμε μέχρι το

Λας Βέγκας κι ας παντρευτούμε εκεί».

«καλά τι λες;», την ρώτησα.

«ας πάμε μέχρι το Βέγκας κι

ας παντρευτούμε εκεί προτού

αλλάξουμε γνώμη».

«ας υποθέσουμε ότι παντρευόμαστε.

και μετά τι;»

«μετά θα το έχει όποτε θέλεις»,

μου αποκρίθηκε.

 

πήγα να κατουρήσω

για να την αφήσω να βουτήξει όσα λεφτά

είχε ανάγκη.

και μόλις επέστρεψα, άνοιξα

ένα νέο μπουκάλι κρασί

και δεν ξαναείπαμε κουβέντα

για τούτο το θέμα.

 

δεν  εμφανιζόταν πλέον

και τόσο συχνά μετά από αυτό,

όμως εμφανιζόντουσαν άλλες,

περίπου στην ίδια κοψιά,

ενίοτε ερχόντουσαν μαζί,

πάνω από μία τη φορά.

 

θα εμφανίζονταν ανά δύο,

είχε απλωθεί η φήμη ότι

υπήρχε ένα παλιοκορόιδο

στην πίσω αυλή, με δωρεάν

οινόπνευμα, και χωρίς

σεξουαλικές απαιτήσεις,

(αν και κάποιες φορές κάτι

θα με κατέκλυε και θα

άρπαζα ένα κορμί και θα το έριχνα

στα τέσσερα, σαν τα άλογα,

για μια γεμάτη ιδρώτα συνουσία,

κυρίως υποθέτω, για να δω

αν μπορούσα να το κάνω ακόμη).

 

και προκαλούσα σύγχυση στον ταχυδρόμο.

 

ήταν ένας πολυκαιρισμένος καναπές

στην βεράντα και τόσα πολλά πρωϊνά

καθώς περνούσε, θα καθόμουν εκεί,

ας πούμε, με δύο από αυτές,

θα ήμασταν αραχτοί εκεί,

καπνίζοντας και

γελώντας.

 

μια μέρα με βρήκε μόνο.

 

«με συγχωρείς», μου είπε, «αλλά

μπορώ να σε ρωτήσω κάτι;»

«ότι θες»

«λοιπόν, δε νομίζω ότι είσαι πλούσιος...»

«όχι, είμαι μπατίρης».

«άκου εδώ», είπε, «ήμουν στο στρατό,

και γύρισα τον κόσμο όλο.»

«και λοιπόν;»

«και ποτέ μου δεν είδα κάποιον άντρα με

τόσες γυναίκες, όσες έχεις εσύ.

και κάθε φορά μια άλλη ή

ένα διαφορετικό ζευγάρι.»

«λοιπόν;»

«πως τα καταφέρνεις;»

«εννοώ και να με συγχωρείς, αλλά είσαι

κάπως μεγάλος, και δεν είσαι ακριβώς

ο τύπος του Καζανόβα, το ξέρεις έτσι;»

«ίσως να είμαι και κακάσχημος»,

μετακίνησε αμήχανα τα γράμματα από το ένα

χέρι στο άλλο,

«εννοώ, πως τα καταφέρνεις;»

«διαθεσιμότητα», του αποκρίθηκα

«τι εννοείς;»

«εννοώ φίλε μου, ότι οι γυναίκες γουστάρουν

έναν τύπο που είναι πάντα

εδώ γύρω τους»

«α, μάλιστα», είπε κι ύστερα έφυγε

για να συνεχίσει τις

γύρες του.

 

ο έπαινος του δεν με βοήθησε,

αυτό που είδε δεν ήταν τόσο

ωραίο όσο νόμιζε.

ακόμη και με τόσες τριγύρω μου

υπήρχαν ανόσια διαστήματα

μίας

αβάσταχτης αναισθησίας, παρατεταμένης

απαγοήτευσης, κι ακόμη χειρότερα.

 

μπήκα μέσα στην τρύπα μου,

το τηλέφωνο χτυπούσε,

ευχόμουν ότι θα άκουγα μια γυναικεία

φωνή.

 

“the lover” by Charles Bukowski, Betting on the Muse


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Υλικό για τους 3 ιεράρχες

Υλικό για Έμμηνο ρύση και Θεία Κοινωνία