Μάνος Λαμπράκης, συγχώρεση
Μάνος Λαμπράκης
Η συγνώμη δεν είναι μια λεκτική χειρονομία ούτε μια ηθική προσδοκία. Είναι μια μορφή επανεγγραφής του τραύματος στο αρχείο της μνήμης. Δεν συντελείται στο πεδίο της αποκατάστασης, αλλά στο ασύμπτωτο βάθος μιας εκ νέου αποδοχής της απώλειας. Δεν αίρει την ενοχή, αλλά επιτρέπει την αναγνώρισή της χωρίς φονική επιμονή. Η συγνώμη, αν είναι αληθινή, δεν θεραπεύει. Ανοίγει.
Ο Λόγος του Χριστού, στον ιερό χώρο της συγνώμης, δεν καλεί στην επιείκεια ως στρατήγημα της ηθικής. Δεν είναι επιείκεια, είναι ενανθρώπιση της συγκατάβασης. «Καὶ συγκατέβη ἐπὶ τὴν γῆν ὁ Ἄναρχος, καὶ σαρξ ἐγένετο ὁ ἀκατάληπτος» (Ἰω. α΄ 14). Στην ίδια την Ενανθρώπηση εγγράφεται η πρώτη πράξη συγνώμης, όχι ως παραγραφή, αλλά ως αποδοχή της μνήμης του άλλου. Η συγνώμη δεν είναι ποτέ αμνησία. Είναι επιλογή μνήμης που αρνείται τη διαιώνιση της απόρριψης.
Η συγνώμη ανήκει σε εκείνο το φάσμα πράξεων που επιχειρούν την επανοικειοποίηση του ελλείμματος. Δεν «κλείνει» τίποτε, δεν «θεραπεύει» με όρους λειτουργικότητας, αλλά παύει να απορρίπτει την ύπαρξη του τραύματος. Αν το τραύμα είναι το ανομολόγητο της εμπειρίας, η συγνώμη είναι η ημιπερατή μεμβράνη που το καθιστά ξανά επιλέξιμο προς αφήγηση. Όπως σημειώνει ο Freud: Wo Es war, soll Ich werden — εκεί που ήταν το Αυτό, πρέπει να γίνει το Εγώ. Η συγνώμη είναι η ηθική μορφή αυτής της ανάκτησης: δεν εξορίζει το Αυτό, το συνομιλεί.
Ωστόσο, η συγνώμη παραμένει ένα ριζικά θεολογικό γεγονός. Δεν είναι ποτέ «αμοιβαία». Η αμοιβαιότητα ανήκει στην οικονομία. Η συγνώμη ανήκει στη Χάρη. Όπως γράφει ο Άγιος Ισαάκ ο Σύρος: «Ὁ οἰκτίρμων οὐκ ἐκδικήσει, καὶ ὁ συγχωρῶν ἐστὶν ὁμοίωσις τοῦ Θεοῦ» (Λόγος ΚΔ’). Αυτό σημαίνει πως η συγνώμη δεν τελείται με σκοπό την ισορροπία. Δεν είναι συναλλαγή. Είναι μετοχή σε κάτι ριζικά ασύμμετρο.
Και γι’ αυτό, η συγνώμη είναι μορφή επανάστασης. Σε έναν κόσμο δικαστικό, πειθαρχικό, καταλογιστικό, ο συγχωρών και ο συγχωρούμενος διασαλεύουν την οντολογία της ποινής. Η συγνώμη δεν εκκινεί από την εξουσία, αλλά από την αποποίηση της κυριαρχίας. Μόνον ο αληθινά ελεύθερος δύναται να ζητήσει συγχώρεση και μόνο αυτός που δεν επιθυμεί εκδίκηση μπορεί να συγχωρήσει. Η συγνώμη είναι η στροφή προς το πρόσωπο — το πρόσωπο ως οντολογικό γεγονός, όχι ως νομικό αντικείμενο.
Η συγνώμη ως πολιτική πράξη είναι, επομένως, ριζικά ανατρεπτική γιατί αρνείται την αρχή της ανταποδοτικότητας πάνω στην οποία στηρίζεται κάθε σύγχρονη έννοια Δικαίου. Σε μια εποχή που το κράτος κατασκευάζει ποινικούς τύπους χωρίς θεολογία και κοινωνικές κατηγορίες χωρίς αλήθεια, η συγνώμη ανατρέπει το θεμελιώδες αξίωμα του σύγχρονου καθεστώτος: ότι για κάθε πληγή οφείλει να υπάρξει τιμωρία, όχι θεραπεία.
Η πολιτική εξουσία φοβάται τη συγνώμη. Γιατί η συγνώμη αποδυναμώνει τη λογική της καταστολής. Η συγνώμη διασαλεύει τη γραμμική λογική του «λάθους-ποινής», και εισάγει την έννοια της ανάκλησης. Δηλαδή, την αμφιβολία ότι το κράτος έχει το μονοπώλιο της αποκατάστασης. Η συγνώμη επαναφέρει τον άνθρωπο στο προσκήνιο, ως πρόσωπο που μεταβάλλεται, και όχι ως νομική μονάδα που ελέγχεται. Σε κοινωνίες πειθαρχικές και επιτηρούμενες, αυτό συνιστά ρήγμα.
Στη νεοφιλελεύθερη εποχή, η συγνώμη υποκαθίσταται από μια εικονική συγκατάβαση. Το κράτος ζητά συγνώμη μόνο όταν δεν κινδυνεύει. Οι θεσμοί δεν συγχωρούν — προεξοφλούν. Η συγνώμη γίνεται εργαλείο διαχείρισης, μέρος ενός PR damage control, όχι γεγονός αλλαγής. Ο πρωθυπουργός, ο υπουργός, ο μητροπολίτης, ο δικαστής — ζητούν συγνώμη όταν ο θόρυβος γίνει απειλητικός. Όχι όταν η αλήθεια απαιτεί μετάνοια.
Η συγνώμη, εφόσον είναι αληθινή, θα οδηγούσε σε παραίτηση. Όχι σε συνέντευξη τύπου. Αν ένας άνθρωπος ζητούσε πραγματικά συγνώμη για εγκληματική αμέλεια, για πολιτική εξαπάτηση, για κοινωνική καταστροφή — δεν θα μπορούσε να συνεχίσει να διοικεί. Όταν, λοιπόν, συγνώμη δεν συνοδεύεται από πένθος και πράξη, είναι βεβήλωση της έννοιας. Είναι προδοσία του άλλου. Είναι κατάχρηση του τραύματος.
Ο Καρλ Σμιτ είχε διατυπώσει το δόγμα του κυρίαρχου: κυρίαρχος είναι αυτός που αποφασίζει για την κατάσταση εξαίρεσης. Σήμερα, κυρίαρχος είναι αυτός που αρνείται τη συγνώμη χωρίς συνέπειες. Και αυτή η άρνηση της συγνώμης οδηγεί σε μια νέα μορφή απολυταρχίας: μια πολιτική χωρίς μεταμέλεια, ένα κράτος που δεν ομολογεί λάθη, έναν ηγέτη που δεν μπορεί να πει το «ἥμαρτον». Η συγνώμη καταργείται — όχι επειδή δεν υπάρχει ενοχή, αλλά επειδή η ενοχή θεωρείται πλέον ασθενής κατηγορία. Το ισχυρό Εγώ της εξουσίας δεν επιτρέπει κανένα ρήγμα.
Συνεπώς, η συγνώμη είναι ο κατεξοχήν τόπος αντιπολίτευσης. Είναι το σημείο όπου το Υποκείμενο υψώνεται πάνω από τον κυρίαρχο λόγο και λέει: δεν θα αναπαράγω τη βία. Είναι το σημείο όπου ο πολίτης απορρίπτει την ταύτιση με τον εκδικητικό Λεβιάθαν. Είναι η στιγμή όπου η Εκκλησία, αν είναι Εκκλησία, δεν καταδικάζει, αλλά συγκλονίζεται. Διότι αν η Εκκλησία δεν μπορεί να συγχωρήσει — τότε είναι απλώς ένας ενοχικός μηχανισμός ελέγχου και πειθάρχησης. Κι αν το κράτος δεν μπορεί να ζητήσει συγχώρεση — τότε δεν είναι Δημοκρατία, αλλά διαχειριστική ψευδο-θεοκρατία, άνευ πίστεως, άνευ μετανοίας, άνευ οράματος.
Και εδώ, η σκέψη του Χάιντεγκερ συναντά την πατερική θεολογία. Στον «καιρό της συγνώμης» ενεργοποιείται εκείνο που ο Μάρτιν Χάιντεγκερ θα ονομάσει Ereignis – το συμβαντικό άνοιγμα της οικείωσης με το Είναι. Η συγνώμη δεν είναι μια ηθική απόφαση, είναι ένα γεγονός αποκάλυψης. Δεν προέρχεται από τον υπολογισμό της ηθικής συνέπειας, αλλά από την αποκάλυψη του άλλου ως πρόσωπο. Σ’ αυτό, συνομιλεί με την ορθόδοξη θεολογία της εικόνας: ο άλλος είναι εικόνα. Κι εγώ, όταν του ζητώ συγνώμη, αποκαθιστώ την εικόνα Του εντός μου.
Ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής γράφει: «Ἐν παντὶ τῷ ἀνθρώπῳ ὁ Θεὸς ἀπεικονίζεται· καὶ ὁ μὴ ἀγαπῶν τὸν ἄνθρωπον, μισεί τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ» (Κεφάλαια ἀγάπης, Γ΄ 45). Το να συγχωρείς, λοιπόν, είναι οντολογική πράξη. Δεν αρκεί να μην τιμωρείς. Οφείλεις να αποκαθιστάς την εικόνα του άλλου ως καθρέφτη της ίδιας σου της δυνατότητας για Χριστότητα.
Όμως η συγνώμη έχει ένα βάρος που δεν αντέχεται εύκολα. Απαιτεί την απώλεια της ταυτότητας που βασίζεται στο τραύμα. Πολλοί δεν ζητούν συγχώρεση, διότι ο εαυτός τους έχει ταυτιστεί με την ενοχή. Η συγνώμη, σε αυτούς, δεν φαίνεται ως λύτρωση, αλλά ως απώλεια του εαυτού τους. Και έτσι, η συγνώμη είναι πάντα κίνηση αποταύτισης. Είναι ασκητική. Είναι μετάνοια.
Και πάλι ο Ισαάκ: «Ἐστί τις ἀντίληψις ἐν τῷ νοῒ τοῦ ἀνθρώπου, ἥν, ὅταν εἰσελθῇ, ἐλέγχει αὐτὸν ἁμαρτωλόν εἶναι· καὶ τότε ἐστιν ἡ μετάνοια ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ» (Λόγος ΝΓ’). Δηλαδή: η συγνώμη δεν προκύπτει από τον άνθρωπο, αλλά από την είσοδο τοῦ Θεοῦ στον νοῦ.
Τελικά, η συγνώμη είναι η πιο ριζική μορφή αγάπης. Όχι επειδή αγαπάμε τον άλλον παρά την ενοχή του — αλλά επειδή τον αγαπάμε εντός της ενοχής του. Όπως ο Χριστός επί του Σταυρού: «Πάτερ, ἄφες αὐτοῖς· οὐ γὰρ οἴδασι τί ποιοῦσι» (Λουκ. κγ΄ 34). Αυτό είναι το υπαρξιακό βάθος της συγνώμης: η συγκατάβαση χωρίς αφέλεια, η αγάπη χωρίς άγνοια, η προσφορά χωρίς όρους.
Σ’ έναν κόσμο φτιαγμένο από ποινές και αποζημιώσεις, η συγνώμη θυμίζει πως υπάρχει κι ένας άλλος τρόπος: όχι να ξεχάσουμε, αλλά να θυμόμαστε διαφορετικά. Όχι να εξαφανίσουμε το παρελθόν, αλλά να το ενσωματώσουμε ως χάρη. Όχι να αποδοθεί δικαιοσύνη, αλλά να γίνει ο κόσμος και πάλι τόπος σχέσης.
https://www.facebook.com/share/1B7y56g4fF/
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου